δεσμός

δεσμός
ο (AM δεσμός)
1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι
2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας»)
3. ο κόμπος
4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» — κόμπος τόσο σφιχτός και περίπλοκος που ήταν αδύνατο να λυθεί
5. πληθ. τα δεσμά
α) αλυσίδες ή σκοινιά με τα οποία έδεναν κρατουμένους, κατάδικους ή αιχμαλώτους
β) κάθε τι το οποίο δένει, καταναγκάζει κάποιον («τα δεσμά τής σκλαβιάς», «ὁ δεσμὸς ή τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας»)
αρχ.
1. το σκοινί με το οποίο δένεται το πλοίο
2. το σκοινί που κρατάει δεμένο το ζώο, η φορβειά
3. ο ιμάντας τής θύρας
4. ο κεφαλόδεσμος
5. φρ. α) «δεσμὸς ἄρθρου» — αγκύλωση
β) «δεσμὸς γλώσσης» — γλωσσοδέτης
γ) «δεσμὸς ἀργυρίου» — το βαλάντιο
δ) «ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν» — ο δεσμοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δω (δέω) «δένω» + (επίθημα) -σμος. Αξιοσημείωτο είναι ότι η λ. έχει διπλό πληθυντικό ήδη από την αρχαιότητα: οι δεσμοί, αρσ. γένους, και τα δεσμά, ουδ. γένους, πιθ. για σημασιολογική διαφοροποίηση. Με το δεσμά δηλ. δηλωνόταν το σύνολο τών οργάνων με τα οποία δέσμευαν, ενώ το δεσμοί είχε πιο αφηρημένη και γενική σημασία (πρβλ. σταθμός, σταθμοί, σταθμά).
ΠΑΡ. δεσμεύω, δέσμιος, δεσμώ (-έω), δέσμωμα, δεσμώνωδεσμόω, -ω), δεσμώτης, δεσμωτήριο(ν)
αρχ.-μσν.
δέσμιον.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) δεσμοφύλακας (Α -αξ)
αρχ.
δεσμόβροχος, δεσμόλυτος
μσν.
δεσμολύτης, δεσμοφόρος, δεσμόχειρ
(Β' συνθετικό) γονατόδεσμος, επίδεσμος, κατάδεσμος, κεφαλόδεσμος, κοιλιόδεσμος, σιδηρόδεσμος, στηθόδεσμος, σύνδεσμος, χειρόδεσμος
αρχ.
αγκωνόδεσμος, άδεσμος, αμπελόδεσμος αμφίδεσμος, ανάδεσμος, απόδεσμος, βαρύδεσμος, διάδεσμος, ένδεσμος, εννεάδεσμος, ζευγλόδεσμος, ζυγόδεσμος, ιμαντόδεσμος, ιππόδεσμος, καρπόδεσμος, κρήδεσμον, κροκόδεσμος, κυνόδεσμος, λινόδεσμος, λυγόδεσμος, μαστόδεσμος, μιτρανάδεσμος, μονόδεσμος, οινόδεσμος, ολιγοσύνδεσμος, περίδεσμος, πολύδεσμος, πολυσύνδεσμος, ποσίδεσμος, προεπίδεσμος, σκελόδεσμος, στρωματόδεσμος, σχηματόδεσμος, σχοινόδεσμος, τιαρόδεσμος, τριχόδεσμος, υπόδεσμος, χαλινόδεσμος, ωρόδεσμος
νεοελλ.
αγκυρόδεσμος, ακρόδεσμος, αλυσόδεσμος, δικτυόδεσμος, επιτονόδεσμος, κηλεπίδεσμος, κορακόδεσμος, λαιμόδεσμος, λυκόδεσμος, ομφαλεπίδεσμος, ομφαλόδεσμος, περίδεσμος, ποδόδεσμος, σανιδόδεσμος, σταυρόδεσμος, τραχηλόδεσμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεσμός — band masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο πληθ. δεσμοί, οι, και δεσμά, τα 1. οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιούμε για να δένουμε: Οι σκαλωσιές συγκρατούνται μεταξύ τους από ισχυρούς δεσμούς. 2. μτφ., στενή ηθική, νομική ή συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους: Διατηρεί στενούς δεσμούς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιθερικός δεσμός — Ο χημικός δεσμός των αιθέρων, πολύ ανθεκτικός, που διασπάται συνήθως με υδροχλωρικό οξύ. Βλ. λ. αιθέρες …   Dictionary of Greek

  • δεσμούς — δεσμός band masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμά — δεσμός band neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμῷ — δεσμός band masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμόν — δεσμός band masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχαδόδεσμος — ο δεσμός με τον οποίο προσδένεται η ισχάδα*, η μικρή άγκυρα που προσδένεται στα πλευρά τής μεγάλης άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς (Ι) + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. κεφαλό δεσμος στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία… …   Dictionary of Greek

  • πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”